καρτερικώτατος

καρτερικώτατος
καρτερικός
capable of endurance
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρτερικός — ή, ό (AM καρτερικός, ή, όν) 1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα («πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.) 2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται 3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότητα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”